- ξυλοειδής
- ης, ες1) деревообразный, похожий на дерево, твёрдый как дерево; 2) деревянный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλοειδής — ές (Α ξυλοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ξύλο αρχ. 1. ξύλινος 2. ξηρός … Dictionary of Greek
ξυλοειδῆ — ξυλοειδής like wood neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξυλοειδής like wood masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξυλοειδής like wood masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοειδεῖς — ξυλοειδής like wood masc/fem acc pl ξυλοειδής like wood masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοειδέα — ξυλοειδής like wood neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ξυλοειδής like wood masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλοειδές — ξυλοειδής like wood masc/fem voc sg ξυλοειδής like wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ξυλώδης — ες (ΑΜ ξυλώδης, ῶδες) [ξύλον] αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα 2.φρ. «ξυλώδες φυτό» το φυτό που έχει… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek